- αστάθμιστος
- -η, -ο [σταθμίζω]1. αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να ζυγιστεί2. αυτός που δεν ευθυγραμμίστηκε με τη στάθμη3. εκείνος που δεν υπολογίστηκε σωστά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αστάθμιστος — η, ο αυτός που δε σταθμίστηκε, δε ζυγίστηκε, δεν υπολογίστηκε ακριβώς: Το τεστ που επικαλείστε δεν έχει αξία, γιατί είναι αστάθμιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)